Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Ο «εμφύλιος» του Πειραιά



Ο «εμφύλιος» του Πειραιά

Πριν από χρόνια, μια υπερήφανη και γοητευτική ποδοσφαιρική ομάδα στον Πειραιά διέθετε τόσο ισχυρό σύνολο, που οι λεγόμενοι «μεγάλοι» του πρωταθλήματος έτρεμαν στη λογική να βρεθούν «από κάτω» και να χάσουν –έτσι- κάτι που οι διοικήσεις κι οι υποστηρικτές τους θεωρούσαν κεκτημένο, άσχετα αν είχε στερεωθεί με φανερή εύνοια, με μόνιμη προπαγάνδα του Τύπου και με σαφέστατο παρασκήνιο που τους ευνοούσε σταθερά (αδικώντας τους λοιπούς διεκδικητές).

 Αναφέρομαι στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 που, με απούσα την τηλεοπτική εικόνα, οι φίλαθλοι- αναγνώστες δέχονταν ό, τι «κουτόχορτο» τους σέρβιραν δυο αθλητικές (βασικά) εφημερίδες.

Η ταπεινή πειραϊκή ομάδα ονομαζόταν Εθνικός, διέθετε εκπληκτικούς παίκτες, λίγους οπαδούς, αλλά προσπαθούσε να δημιουργήσει σύνολο που θα ήταν ανταγωνιστικό προς τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, κύριος στόχος όμως ήταν ο συμπολίτης Ολυμπιακός.

 Η ομάδα δηλαδή, που την τελευταία δεκαετία, με τους καταπληκτικούς Μουράτη, Υφαντή, Μπέμπη, Θεοδωρίδη, Δαρίβα, Κοτρίδη, σάρωνε τους τίτλους (δημιουργώντας το λεγόμενο «Θρύλο»), αλλά με τον Εθνικό αποκλεισμένο από την ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, επειδή – την περίοδο 1956-57- είχε φανεί ότι θα κέρδιζε εύκολα τον τίτλο και ταυτόχρονα θα έφτιαχνε –επαναστατική για την εποχή- επαγγελματική ομάδα βάζοντας στο σχήμα τον κορυφαίο Ευρωπαίο κυνηγό Φέρεντς Πούσκας και μερικούς ακόμα Ούγγρους, τους οποίους οι πολλοί θεωρούσαν ήρωες και το ελληνικό καθεστώς «επικίνδυνους εμιγκρέδες». Ήταν η εποχή που οι Μαγυάροι, έχοντας διαφωνήσει με το κομμουνιστικό καθεστώς της Βουδαπέστης, έψαχναν το «Ελντοράντο» τους στην εκτός σιδηρού παραπετάσματος Ευρώπη.

Ήταν χάρμα οφθαλμών (και ποδοσφαιρικών αισθημάτων) να βλέπεις στον αγωνιστικό χώρο τους παίκτες του Εθνικού να ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους, να σαρώνουν και να παίρνουν τις νίκες (όταν βεβαίως, οι άθλιοι διαιτητές της εποχής τους άφηναν να αναπνέουν).

 Δυστυχώς, οι νέοι ποδοσφαιρόφιλοι δεν έχουν την ευκαιρία να δουν τηλεοπτικά πλάνα και να θαυμάσουν την απίστευτα χαρισματική τετράδα χαφ από τους Λεβεντάκο, Αντωνάτο, Νικηφοράκη, Φερλέμη, τους δυναμικούς αμυντικούς Παπάζογλου, Κλικόπουλο, Κοζομπόλη, Πέστροφα, τον ήρωα τερματοφύλακα Κώστα Βαλλιάνο, πάνω απ’ όλα όμως τους σβέλτους κυνηγούς Κρητικόπουλο και Χατζηιωάννογλου.

Αυτή η ομάδα αποτελούσε πραγματικό «πρόβλημα» για το λαοφιλή Ολυμπιακό στον Πειραιά, αλλά φρόντισε το κατεστημένο να αποκαταστήσει τα πράγματα στερεώνοντας μια πικρή πραγματικότητα. Η εφημερίδα Φως των Σπορ του συγχωρεμένου Θόδωρου Νικολαΐδη, βαμμένη στα ερυθρά με φανατισμό, σπάνια είδε με καλό μάτι τον Εθνικό σε πειραϊκό ντέρμπι, ακόμη κι όταν ο διαιτητής είχε αδικήσει κατάφωρα τους «μπλε».

Έτσι ο φουκαράς Εθνικός κατάφερε μεταπολεμικά (εννοεί μετά την καθιέρωση της Α’ Εθνικής Κατηγορίας, το 1959-60) , ως τον υποβιβασμό του τη δεκαετία του 1990, να νικήσει το «Θρύλο» μόλις τρεις φορές (τέσσερις, λάθος του αρθρογράφου) –μια φορά κάθε δεκαετία-, μολονότι με άλλες δυνατές ομάδες του πρωταθλήματος τα κατάφερνε συχνά πολύ καλά.

Ώσπου βρέθηκε στον Εθνικό ένας Άγγλος προπονητής αποφασισμένος να ανατρέψει τη σαθρή πραγματικότητα και να υπερασπίσει την αξία της ομάδας του με οποιοδήποτε κόστος. Ήταν ο Μπράιαν Μπερντς, ένας λιγομίλητος δάσκαλος του ποδοσφαίρου που ζήτησε από τους μαχητές του να μη διαβάζουν αθλητικές εφημερίδες και να δουλεύουν σκληρά. Τι το’ θελε; Μολονότι ο Εθνικός βρέθηκε γρήγορα στην κορυφή και απειλούσε τους πάντες με τις ελάχιστες δυνάμεις του, οι δημοσιογράφοι (φυσικά, ελεγχόμενοι από τους εκδότες) έγραφαν για έναν «τρελό Βρετανό» που «πρέπει να εγκαταλείψει αμέσως τη χώρα»!

Τι είχε συμβεί; Είναι απλό. Ο Μπέρντς, ύστερα από μια απίστευτη σφαγή σε αγώνα με τον Ολυμπιακό, δήλωσε θυμωμένος (καταγγέλλοντας δημοσιογράφους, διαιτητές και παράγοντες), για να καταλήξει: «Στον Πειραιά υπάρχει ένα σουπερ μάρκετ που δεν πρόκειται ποτέ να αφήσει στο περίπτερο να αναπτυχθεί και να διεκδικήσει ένα μεροκάματο». Λίγες μέρες μετά, αναγκάστηκε να αφήσει τον Πειραιά, παίρνοντας ένα μικρό ποσό που συγκεντρώθηκε ρεφενέ σ τα καφενεία των οπαδών, στο Φάληρο και στην Καστέλα.

Όσα ακολούθησαν είναι γνωστά, καθ’ ότι καταγεγραμμένα στη σύγχρονη ποδοσφαιρική ιστορία του τόπου. Ο Ολυμπιακός –το σουπερμάρκετ- βρήκε Κοσκωτά, βρήκε Κόκκαλη βρήκε Μαρινάκη, βρήκε την εύνοια μπόλικων πολιτικών (δηλαδή κυβερνήσεων) και ΜΜΕ, κέρδισε δεκάδες τίτλους (δικαίως ή αδίκως δεν έχει μεγάλη σημασία, αφού «στην Ελλάδα πάντα θα υπάρχουν ζητιάνοι»). Ο Εθνικός τι κέρδισε; Μόνο τις αλυσίδες του. Κι όταν, υποβιβασμένος και ταπεινός, είδε το συμπολίτη του να καρπώνεται φανταστικό δώρο (δηλαδή να αποκτά για 49 χρόνια σύγχρονο γήπεδο!) τόλμησε να διεκδικήσει κάτι από το καταστατικό «μερίδιο», να αγωνίζεται δηλαδή δυο φορές το μήνα στο φαληρικό στάδιο. Αμ δε! Η διοίκηση Κόκκαλη ζήτησε τόσα χρήματα για ενοίκιο κάθε αγωνιστική, που ισοδυναμούσε σχεδόν με τον ετήσιο προϋπολογισμό του συλλόγου!

Επειδή όμως «κανένας δε χάνεται», ο ταπεινός Εθνικός κατάφερε να αποκτήσει σπίτι για εννιά(!) χρόνια που του παραχωρήθηκε επί υπουργίας Φάνης Πάλλη – Πετραλιά στο Ελληνικό, αν και δεν ασκήθηκε σοβαρή πίεση από κανέναν. Βλέπετε, οι πάντες είχαν συνηθίσει να βλέπουν και να ακούνε για μια ομάδα τσιγγάνα, που άλλαζε τέσσερα γήπεδα το μήνα, ώστε να καλύψει τις υποχρεώσεις του.
Οι παλαιοί οπαδοί του Εθνικού, έχοντας βιώσει αδικίες και κλοπές, θεωρούν τον Ολυμπιακό βασικό αίτιο της συμφοράς, αφού οι «καρπαζιές» έπεφταν βροχή όποτε οι «μπλε» επιχείρησαν να σηκώσουν κεφάλι. Ο Εθνικός, αυτή η άλλοτε υπερήφανη ομάδα του Πειραιά που διέθετε υποστηρικτές σε όλη τη χώρα, αγωνίζεται πλέον σε ερασιτεχνική κατηγορία (την οποία βάφτισαν Δ’ Εθνική, προκειμένου να χρυσώσουν το χάπι ιστορικών αλλά ξεπεσμένων ομάδων). Ήδη έδωσε τον πρώτο αγώνα στη Χίο με κάποια Μικρασιατική και νίκησε 2-0. Και όπως ακούγεται, προσπαθεί με ελάχιστα χρήματα να ξαναφτιάξει το μέλλον του, αλλά…

Κατά τα άλλα, ας επιτραπεί στην ταπεινότητά μου να καταθέσω κάποια εικόνα από αυτήν την ηρωική ομάδα, ζώντας αναμέτρηση Νίκης Βόλου – Εθνικού για το εθνικό πρωτάθλημα πρώτης κατηγορίας, το Φεβρουάριο του 1965, στο γηπεδάκι της Νέας Ιωνίας. Υπηρετούσα τη θητεία μου στο αεροδρόμιο της Νέας Αγχιάλου και παρέα με φίλους σμηνίτες βρεθήκαμε στην εξέδρα. Ο αγώνας ήταν συναρπαστικός, αλλά οι Πειραιώτες έδειχναν καλύτεροι. Γύρω στο 80ο λεπτό, ο μέγιστος Πατρινός μπαλαντέρ Ανδρέας Αντωνάτος(ένας παίκτης που άξιζε να παίζει στην Εθνική Ομάδα, αλλά «έπεσε» , όπως γράφτηκε, πάνω στο Δομάζο!) με τεχνικό σουτ στέλνει τη μπάλα στο πλεχτό για το 0-1 που ήταν το τελικό σκορ. Παρά την πίκρα τους, οι οπαδοί της Νίκης χειροκρότησαν έντιμα. Κι όταν οι φιλοξενούμενοι μπήκαν στο πούλμαν για την επιστροφή, κάποιος φώναξε δυνατά: «Καλό ταξίδι, να πάτε στο καλό, δε θα σας πειράξει κανείς. Πείτε όμως στο συμπολίτη σας πως δε θα περάσει καλά όταν θα μας έρθει. Να τους πείτε πως σε αυτό το γήπεδο δε γουστάρουμε τους Ολυμπιακούς!»

ΥΓ: Αυτό το κείμενο γράφτηκε με αφορμή άρθρο του Κώστα Ακριβού στο Books’ Journal του προηγούμενου Οκτωβρίου που αφορούσε την «εμφύλια» έχθρα Ολυμπιακού και Νίκης στο Βόλο- και σκέφτηκα πόσο πιο δυνατό είναι το ποδοσφαιρικό κοντράστ στο μεγάλο λιμάνι της χώρας. Εκεί όπου ο ιστορικός Ολυμπιακός «τα έχει όλα» και ο ακόμα πιο ιστορικός (ναι, ψάξτε το όσο θέλετε και θα με δικαιώσετε) Εθνικός βιώνει εδώ και δεκαετίες το απόλυτο «τίποτα». Κι ας επιμένει μισό αιώνα τώρα να ουρλιάζει ο ήρωας Γιάννης Ματζουράνης «Εθνικάρααα» , καταστρέφοντας τις πολύτιμες χορδές της φωνής του.

Γιώργος Αρκουλής
Δημοσιογράφος στο αθλητικό ρεπορτάζ, Περιοδικό «The Books’ Journal» τεύχος 14, Δεκέμβριος 2011, σελίδες 8-10.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου